- Wort
- Wort1[vɔrt, pl: ˈvœrtɐ]<-(e)s, Wörter> nt (Vokabel) λέξη f,• für λέξη προς λέξη,• im wahrsten Sinne des es με όλη τη σημασία της λέξης,• davon ist kein wahr ούτε μια λέξη απ' αυτά δεν είναι αλήθεια,• mit einem με μία λέξηWort2<-(e)s, -e> nt (Äußerung) λόγος m, κουβέντα f,• mir fehlen die e μένω άφωνος,• ein paar e wechseln ανταλλάσσω μερικές κουβέντες,• ein offenes/ernstes mit jdm reden συζητώ με κάποιον ανοιχτά/σοβαρά,• das an jdn richten απευθύνω το λόγο σε κάποιον,• ohne viel(e) e χωρίς πολλά λόγια,• man versteht ja sein eigenes nicht δεν ακούω ούτε τη φωνή μου,• etw akk mit keinem erwähnen δε λέω κουβέντα για κάτι,• mit anderen en με άλλα λόγια,• jdn nicht zu kommen lassen δεν αφήνω κάποιον να μιλήσει,• ein gab das andere η μία κουβέντα έφερε την άλλη,• das letzte haben έχω τον τελευταίο λόγο,• das hat jetzt Herr Müller το λόγο έχει τώρα ο κύριος Μύλλερ,• das ergreifen παίρνω το λόγο,• jdm das erteilen δίνω σε κάποιον το λόγο,• jdm das entziehen αφαιρώ το λόγο από κάποιον,• jdm das verbieten απαγορεύω σε κάποιον να μιλήσει,• für jdn ein gutes einlegen λέω μια καλή κουβέντα για κάποιον,• du nimmst mir das aus dem Munde απ' το στόμα μου το πήρες,• jdm das im Munde herumdrehen διαστρεβλώνω τα λόγια κάποιου,• jdm ins fallen/jdm das abschneiden διακόπτω κάποιον,• ums bitten ζητώ άδεια για να μιλήσω,• das rechte zur rechten Zeit η κατάλληλη κουβέντα στην κατάλληλη στιγμή,• das glaube ich dir aufs σε πιστεύω κατά γράμμα,• dabei habe ich auch noch ein mitzureden δικαιούμαι κι εγώ να πω μια κουβέντα πάνω σ' αυτό,• etw akk in e fassen εκφράζω κάτι με λόγια,• in en ολογράφως,• ohne e χωρίς λόγια,• das geschriebene/gesprochene ο γραπτός/προφορικός λόγος,• sein geben/halten/brechen δίνω/κρατώ/αθετώ το λόγο μου,• ich nehme dich beim περιμένω να κρατήσεις το λόγο σου,• dein in Gottes Ohr! από το στόμα σου και στου Θεού τ' αφτί!
Wörterbuch Deutsch-Griechisch . 2015.